τίθθη
Look at other dictionaries:
τίθθη — ἡ, Α βλ. τίτθη … Dictionary of Greek
τίτθη — και τίθθη και τίθη, ἡ, Α 1. τροφός, παραμάννα 2. τιτθός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος υποκοριστικός τ. τού τιθή νη «τροφός» με εκφραστική ανάπτυξη δεύτερου τ και χωρίς επίθημα νη (βλ. λ. τιθήνη). Κατά μία άποψη, η λ. τίτθη είχε αποκλειστικά τη σημ. τής… … Dictionary of Greek